- βίαιος
- -α και -η, -ο (AM βίαιος, -α, -ον)1. αυτός που γίνεται με τη βία, που είναι αποτέλεσμα βίας2. όποιος ενεργεί ή επιδρά με βιαιότητα3. (για πρόσωπο) απότομος, σκληρός4. (για άνεμο) δυνατός, ορμητικόςνεοελλ.φρ.1. «βίαιη προσαγωγή» — καταναγκαστικό μέτρο που επιβάλλεται με έκδοση σχετικού εντάλματος κατά του μάρτυρα που κλητεύθηκε νόμιμα και δεν εμφανίστηκε ενώπιον του δικαστηρίου2. «βίαιος θάνατος» — θάνατος που προκαλείται από τυχαίο γεγονός ή εγκληματική ενέργεια3. το ουδ. ως ουσ. βίαιο, τορητορικό σχήμα με το οποίο αποδεικνύονται ως αληθή ακριβώς τα αντίθετα από αυτά που είπε ο αντίδικοςαρχ.1. αιφνίδιος, απότομος2. άνομος, απάνθρωπος3. το ουδ. ως ουσ. το βίαιονη βιαιότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < βία + -ιος].
Dictionary of Greek. 2013.